κιονόκρανον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κιονόκρανον | τὰ | κιονόκρανᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κιονοκράνου | τῶν | κιονοκράνων | ||||
δοτική | τῷ | κιονοκράνῳ | τοῖς | κιονοκράνοις | ||||
αιτιατική | τὸ | κιονόκρανον | τὰ | κιονόκρανᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κιονόκρανον | κιονόκρανᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κιονοκράνω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κιονοκράνοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακιονόκρανον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (αρχιτεκτονική) το κιονόκρανο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κιονόκρανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.