ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κιονόκρανον τὰ κιονόκραν
      γενική τοῦ κιονοκράνου τῶν κιονοκράνων
      δοτική τῷ κιονοκράν τοῖς κιονοκράνοις
    αιτιατική τὸ κιονόκρανον τὰ κιονόκραν
     κλητική ! κιονόκρανον κιονόκραν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιονοκράνω
γεν-δοτ τοῖν  κιονοκράνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιονόκρανον < κίων + κρανίον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιονόκρανον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία