Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιναιδισμός οι κιναιδισμοί
      γενική του κιναιδισμού των κιναιδισμών
    αιτιατική τον κιναιδισμό τους κιναιδισμούς
     κλητική κιναιδισμέ κιναιδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιναιδισμός < από το ουσιαστικό κίναιδος (κιναιδ-) + κατάληξη -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιναιδισμός αρσενικό


  Μεταφράσεις επεξεργασία