↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιναιδισμός οι κιναιδισμοί
      γενική του κιναιδισμού των κιναιδισμών
    αιτιατική τον κιναιδισμό τους κιναιδισμούς
     κλητική κιναιδισμέ κιναιδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιναιδισμός < από το ουσιαστικό κίναιδος (κιναιδ-) + κατάληξη -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιναιδισμός αρσενικό


  Μεταφράσεις

επεξεργασία