↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηροστασία οι κηροστασίες
      γενική της κηροστασίας των κηροστασιών
    αιτιατική την κηροστασία τις κηροστασίες
     κλητική κηροστασία κηροστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηροστασία < κῆρ + -στασία (πρβλ. ψυχοστασία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηροστασία θηλυκό

  • όρος που αναφέρεται στους στίχους Θ 70 κ.ε της Ιλιάδας, εκεί που ο Δίας βάζει στη ζυγαριά τις μοίρες (κῆρε) των Αχαιών και των Τρώων και κρίνεται ότι οι Αχαιοί θα γνωρίσουν τον όλεθρο

Δείτε επίσης

επεξεργασία