κεφαλαιοκράτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεφαλαιοκράτισσα < κεφαλαιοκράτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεφαλαιοκράτισσα θηλυκό
- θηλυκό του κεφαλαιοκράτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεφαλαιοκράτισσα
κεφαλαιοκράτισσα θηλυκό