κερετσές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κερετσές < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κερετσές αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) είδος ναυπηγικής ξυλείας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κερετσές
|