κεράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεράκι | τα | κεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κεράκι | τα | κεράκια |
κλητική | κεράκι | κεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεράκι < κερί.
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεράκι ουδέτερο
- Το μικρό κερί.
- "Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμένα — χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια." (Κ.Καβάφης, Κεριά).
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεράκι
|