Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καυχησιάρα οι καυχησιάρες
      γενική της καυχησιάρας
    αιτιατική την καυχησιάρα τις καυχησιάρες
     κλητική καυχησιάρα καυχησιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καυχησιάρα