Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καυσαλγία οι καυσαλγίες
      γενική της καυσαλγίας των καυσαλγιών
    αιτιατική την καυσαλγία τις καυσαλγίες
     κλητική καυσαλγία καυσαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καυσαλγία < καυσ(ος) + -αλγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καυσαλγία θηλυκό

  • (ιατρική) πόνος, αίσθηση καψίματος / καύσου στο στόμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία