Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καυσαλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καυσαλγί
α
οι
καυσαλγί
ες
γενική
της
καυσαλγί
ας
των
καυσαλγι
ών
αιτιατική
την
καυσαλγί
α
τις
καυσαλγί
ες
κλητική
καυσαλγί
α
καυσαλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καυσαλγία
<
καυσ(ος)
+
-αλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καυσαλγία
θηλυκό
(
ιατρική
) πόνος, αίσθηση καψίματος / καύσου στο στόμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καυσαλγία