Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατσικούλα οι κατσικούλες
      γενική της κατσικούλας
    αιτιατική την κατσικούλα τις κατσικούλες
     κλητική κατσικούλα κατσικούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσικούλα < κατσίκα + κατάληξη υποκοριστικού -ούλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατσικούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία