κατσαρολικό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατσαρολικό < κατσαρόλα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατσαρολικό ουδέτερο
- (κουζινικά) γενική ονομασία για αντικείμενο που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, στο οποίο τοποθετείται περιεχόμενο για βράσιμο ή τηγάνισμα (κατσαρόλα, τηγάνι κλπ)
- έβαλες όλα τα κατσαρολικά στο πιο ψηλό ντουλάπι και δεν τα φτάνω όταν τα χρειάζομαι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατσαρολικό
|