κατσαρολάκι (1) με χέρι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσαρολάκι τα κατσαρολάκια
      γενική
    αιτιατική το κατσαρολάκι τα κατσαρολάκια
     κλητική κατσαρολάκι κατσαρολάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατσαρολάκι < υποκοριστικό του κατσαρόλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατσαρολάκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κατσαρόλα