κατονόμαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατονόμαση | οι | κατονομάσεις |
γενική | της | κατονόμασης* | των | κατονομάσεων |
αιτιατική | την | κατονόμαση | τις | κατονομάσεις |
κλητική | κατονόμαση | κατονομάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατονομάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατονόμαση < κατονομάζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατονόμαση θηλυκό
- η ενέργεια του κατονομάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατονόμαση
|