Ετυμολογία

επεξεργασία
καταμιτώνω < κατα- + μιτώνω

καταμιτώνω (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. (μεταβατικό) εξαπατώ, ξεγελώ
    ※  15ος αιώνας, Γαδάρου, λύκου κι ἀλουποῦς διήγησις ὡραία ή Ἡ Φυλλάδα τοῦ γαδάρου, ανωνύμου, στίχ. 527, (525-528), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.139 @archive.org
    καὶ νόησιν τοῦ ἔδωκαν ἀντάμα μὲ τὴν γνῶσι,
    δίχως νὰ ξεύρῃ μάθημα, καὶ γράμμα νʼ ἀναγνώση,
    καὶ ῥήτορας ἐγίνηκε νὰ μᾶς καταμυτώσῃ
    καὶ μέσʼ ἀπό τὰ χέρια μας νὰ φύγῃ, νὰ γλυτώσῃ.
  2. (μεταβατικό) κάνω δόλια χρήση ενός πράγματος
  3. (αμετάβατο) ραδιουργώ, δολοπλοκώ
    ※  14ος αιώνας, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 1062 (1058-1063), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
    ὁ σκύλος δὲ, ὡς ἔστεκεν βλέπων τὰ γεγονότα,
    ἐβάβυσεν ἀπὸ μακρὰ, ἐξέσπασε τὸν χοῖρον,
    ἀναιβοεκατέβαινε „βλέπετε καὶ σκοπεῖτε
    τὴν κακοµήχανον αὐτὴν τὴν µεγαλομαστόραν,
    τὴν ἀλωποῦ τὴν ἄπιστον τὸ πῶς καταμυτόνει
    καὶ δείχνει ἀγάπην δολερὰ καὶ εἰς τὰ δύο µέρη.
  4. (στη μέση φωνή) πέφτω θύμα απάτης, καταχρεώνομαι
    ※  14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Γραφαί και στίχοι και ερμηνείαι κυρού Στεφάνου του Σαχλήκη, στίχ. 283 (280-283) @anemi.lib.uoc.gr
    καὶ κεῖνος ὁποῦ ʼρέγεται ὡς διὰ νὰ τὴν πηδήσῃ,
    νικᾶται ὁ κακότυχος νὰ τὴν καλοκαρδίσῃ.
    δίδει την ῥοῦχα καὶ φελλοὺς, δηνέρια νὰ ʼξοδιάζῃ,
    κλέπτει, καταμυτόνεται, καὶ τὸν ἑαυτόν του βιάζει.
    Σαχλίκης Στέφανος, Γραφαί και στίχοι και ερμηνείαι κυρού Στεφάνου του Σαχλήκη, (επιμ.) Wagner G., Carmina graeca medii aevi, Λειψία 1874, σελ. 62-78.
    ΣτΕ: Ο ποιητής αναφέρεται στις πόρνες γυναίκες.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία