καριερίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καριερίστρια < καριερίστας + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαριερίστρια θηλυκό
- θηλυκό του καριερίστας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καριερίστρια
|