καρδῖτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καρδῖτις | αἱ | καρδίτιδες | ||||
γενική | τῆς | καρδίτιδος | τῶν | καρδιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | καρδίτιδι | ταῖς | καρδίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καρδῖτιν | τὰς | καρδίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | καρδῖτι | καρδίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρδῖτις, -ιδος θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η καρδίτιδα
Συγγενικά
επεξεργασία- Καρδίτης (ταξινομικό γένος)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 519, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου