καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καπνοπῶλις αἱ καπνοπώλιδες
      γενική τῆς καπνοπώλιδος τῶν καπνοπωλίδων
      δοτική τῇ καπνοπώλιδι ταῖς καπνοπώλισι(ν)
    αιτιατική τὴν καπνοπῶλιν τὰς καπνοπώλιδας
     κλητική ! καπνοπῶλι καπνοπώλιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καπνοπῶλις > καπνοπώλ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καπνοπῶλις, -ιδος θηλυκό (καθαρεύουσα)