καπνοπῶλις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καπνοπῶλις | αἱ | καπνοπώλιδες | ||||
γενική | τῆς | καπνοπώλιδος | τῶν | καπνοπωλίδων | ||||
δοτική | τῇ | καπνοπώλιδι | ταῖς | καπνοπώλισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καπνοπῶλιν | τὰς | καπνοπώλιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | καπνοπῶλι | καπνοπώλιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπνοπῶλις > καπνοπώλ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ις
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπνοπῶλις, -ιδος θηλυκό (καθαρεύουσα)
Πηγές επεξεργασία
- «καπνοπώλης», θηλ. καπνοπῶλις-ιδος - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .