καπετανλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπετανλίκι | τα | καπετανλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καπετανλίκι | τα | καπετανλίκια |
κλητική | καπετανλίκι | καπετανλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπετανλίκι < καπετάν(ιος) + -λίκι. Δείτε και μεσαιωνικό καπετανίκι[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.pe.tanˈli.ci/
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπετανλίκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καπετανλίκι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καπετανλίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας