Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καντηλίτσα οι καντηλίτσες
      γενική της καντηλίτσας
    αιτιατική την καντηλίτσα τις καντηλίτσες
     κλητική καντηλίτσα καντηλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καντηλίτσα < λείπει η ετυμολογία
 
μία καντηλίτσα (1)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καντηλίτσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία