Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κανταφισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κανταφισμ
ός
οι
κανταφισμ
οί
γενική
του
κανταφισμ
ού
των
κανταφισμ
ών
αιτιατική
τον
κανταφισμ
ό
τους
κανταφισμ
ούς
κλητική
κανταφισμ
έ
κανταφισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κανταφισμός
< (
ανθρωπωνυμικό
)
Καντάφι
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κανταφισμός
αρσενικό
(
πολιτική
): η πολιτική ιδεολογία και πρακτική του
Καντάφι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κανταφισμός