κανοῦν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κᾰνεο-, κᾰνου- | |||||
ονομαστική | τὸ | κάνεον > κανοῦν | τὰ | κάνεᾰ > κανᾶ | |
γενική | τοῦ | κανέου > κανοῦ | τῶν | κανέων > κανῶν | |
δοτική | τῷ | κανέῳ > κανῷ | τοῖς | κανέοις > κανοῖς | |
αιτιατική | τὸ | κάνεον > κανοῦν | τὰ | κάνεᾰ > κανᾶ | |
κλητική ὦ! | κάνεον > κανοῦν | κάνεᾰ > κανᾶ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κανέω > κανώ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κανέοιν > κανοῖν | |||
2η κλίση, ομάδα 'κάνεον κανοῦν', Κατηγορία 'κανοῦν' όπως «κανοῦν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανοῦν ουδέτερο
- αττικός τύπος του κάνεον (συνηρημένο)