↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰνεο-, κᾰνου-
ονομαστική τὸ κάνεον > κανοῦν τὰ κάνε   > καν
      γενική τοῦ κανέου > κανοῦ τῶν κανέων > κανῶν
      δοτική τῷ κανέ   > καν τοῖς κανέοις > κανοῖς
    αιτιατική τὸ κάνεον > κανοῦν τὰ κάνε   > καν
     κλητική ! κάνεον > κανοῦν κάνε   > καν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανέω   > κανώ
γεν-δοτ τοῖν  κανέοιν   > κανοῖν
2η κλίση, ομάδα 'κάνεον κανοῦν', Κατηγορία 'κάνεον' όπως «κάνεον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάνεον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάνεον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία