καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κανονικότης αἱ κανονικότητες
      γενική τῆς κανονικότητος τῶν κανονικοτήτων
      δοτική τῇ κανονικότητι ταῖς κανονικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν κανονικότητα τὰς κανονικότητας
     κλητική ! κανονικότης κανονικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανονικότης < κανονικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανονικότης θηλυκό