καμηλιέρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμηλιέρισσα < καμηλιέρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμηλιέρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του καμηλιέρης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καμηλιέρης
καμηλιέρισσα