καλομεταχείριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλομεταχείριση | οι | καλομεταχειρίσεις |
γενική | της | καλομεταχείρισης* | των | καλομεταχειρίσεων |
αιτιατική | την | καλομεταχείριση | τις | καλομεταχειρίσεις |
κλητική | καλομεταχείριση | καλομεταχειρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καλομεταχειρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλομεταχείριση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλομεταχείριση θηλυκό
- συμπεριφορά γεμάτη σεβασμό και ανθρωπιά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλομεταχείριση
|