Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοζυγίζω < καλο- + ζυγίζω

καλοζυγίζω (παθητική φωνή: καλοζυγίζομαι)

  1. ζυγίζω με πιστότητα και ακρίβεια
     αντώνυμα: αλαφροζυγίζω, λειψοζυγίζω
  2. (μεταφορικά) εξετάζω καλά τα δεδομένα και τα σταθμίζω ανάλογα
     συνώνυμα: καλοεξετάζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία