καλογιαννοπούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλογιαννοπούλα | οι | καλογιαννοπούλες |
γενική | της | καλογιαννοπούλας | — | |
αιτιατική | την | καλογιαννοπούλα | τις | καλογιαννοπούλες |
κλητική | καλογιαννοπούλα | καλογιαννοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλογιαννοπούλα < καλόγιαννος + -πούλα / καλο- + Γιάννος + -πούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλογιαννοπούλα θηλυκό
- λαϊκή ονομασία για το θηλυκό του πουλιού καλόγιαννος, επίσημα ερύθακος, του κοκκινολαίμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλογιαννοπούλα
|