Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλογερόπαπας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καλογερόπαπ
ας
οι
καλογεροπαπ
άδες
γενική
του
καλογερόπαπ
α
των
καλογεροπαπ
άδων
αιτιατική
τον
καλογερόπαπ
α
τους
καλογεροπαπ
άδες
κλητική
καλογερόπαπ
α
καλογεροπαπ
άδες
Κατηγορία
όπως «
τραγόπαπας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλογερόπαπας
<
καλόγερ(ος)
+
-ό-
+
παπάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλογερόπαπας
αρσενικό
(
θρησκεία
) (
λαϊκότροπο
)
ιερομόναχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλογερόπαπας
→
δείτε
τη λέξη
ιερομόναχος