καλογερόπαπας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καλογερόπαπας < καλόγερ(ος) + -ό- + παπάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλογερόπαπας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλογερόπαπας
|