καλοήθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοήθεια < καλοήθης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοήθεια θηλυκό
- η ιδιότητα του καλοήθους, αυτού που δεν είναι επικίνδυνος για τη ζωή
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοήθεια
|
καλοήθεια θηλυκό
|