Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλοήθεια οι καλοήθειες
      γενική της καλοήθειας των καλοηθειών
    αιτιατική την καλοήθεια τις καλοήθειες
     κλητική καλοήθεια καλοήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοήθεια < καλοήθης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλοήθεια θηλυκό

  • η ιδιότητα του καλοήθους, αυτού που δεν είναι επικίνδυνος για τη ζωή

  Μεταφράσεις επεξεργασία