καλαντίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλαντίστρια < καλαντιστής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλαντίστρια θηλυκό (αρσενικό καλαντιστής)
- αυτή που λέει τα κάλαντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλαντίστρια
|
καλαντίστρια θηλυκό (αρσενικό καλαντιστής)
|