Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοφημία οι κακοφημίες
      γενική της κακοφημίας των κακοφημιών
    αιτιατική την κακοφημία τις κακοφημίες
     κλητική κακοφημία κακοφημίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοφημία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κακοφημία θηλυκό

  • το να είναι γνωστός κανείς για κακή του πράξη ή αρνητικό του χαρακτηριστικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία