καινουργία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καινουργίᾱ | αἱ | καινουργίαι |
γενική | τῆς | καινουργίᾱς | τῶν | καινουργιῶν |
δοτική | τῇ | καινουργίᾳ | ταῖς | καινουργίαις |
αιτιατική | τὴν | καινουργίᾱν | τὰς | καινουργίᾱς |
κλητική ὦ! | καινουργίᾱ | καινουργίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καινουργίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καινουργίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καινουργία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαινουργία
Πηγές
επεξεργασία- καινουργία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καινουργία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.