Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα καθυστερούμενα
      γενική των καθυστερούμενων
    αιτιατική τα καθυστερούμενα
     κλητική καθυστερούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθυστερούμενα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής καθυστερούμενος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθυστερούμενα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • αυτά που έχουν καθυστερήσει να μας δώσουν ή να δώσουμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

καθυστερούμενα