↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα καθυστερούμενα
      γενική των καθυστερούμενων
    αιτιατική τα καθυστερούμενα
     κλητική καθυστερούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθυστερούμενα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής καθυστερούμενος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθυστερούμενα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • αυτά που έχουν καθυστερήσει να μας δώσουν ή να δώσουμε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

καθυστερούμενα