κίχορα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὰ | κίχορᾰ | ||||||
γενική | τῶν | κιχόρων | ||||||
δοτική | τοῖς | κιχόροις | ||||||
αιτιατική | τὰ | κίχορᾰ | ||||||
κλητική ὦ! | κίχορᾰ | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κίχορα < άγνωστης ετυμολογίας. Κατά τον Bekkes, ίσως προελληνική , αλλά παρατηρεί ότι ένα είδος του φυτού υπήρχε στην Αίγυπτο.[1])
- Απόγονοι: → δείτε τη λέξη κιχόριον / κιχώριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίχορα, -ων ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό, λαχανικό) οι πικραλίδες Cichorium intybus, τα αγριοράδικα, το κιχώριο
Άλλες μορφές
επεξεργασίακαι γραφή των όρων με ωμέγα
Συγγενικά
επεξεργασία- κιχώρη
- κιχόριον, κιχόρια & κιχώριον
- → δείτε μεσαιωνική λατινική cichorea
- κιχοριώδης / κιχωριώδης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κίχορα σελ. 720 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κίχορα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.