ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ κίχορ
      γενική τῶν κιχόρων
      δοτική τοῖς κιχόροις
    αιτιατική τὰ κίχορ
     κλητική ! κίχορ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κίχορα < άγνωστης ετυμολογίας. Κατά τον Bekkes, ίσως προελληνική , αλλά παρατηρεί ότι ένα είδος του φυτού υπήρχε στην Αίγυπτο.[1])
Απόγονοι: → δείτε τη λέξη κιχόριον / κιχώριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κίχορα, -ων ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

και γραφή των όρων με ωμέγα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κίχορα σελ. 720 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.