σικορέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σικορέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chicorée < μεσαιωνική λατινική cichorea ή cichorium < ελληνιστική κοινή κιχόριον < αρχαία ελληνική κίχορα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.koˈɾe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐κο‐ρε
Ουσιαστικό
επεξεργασίασικορέ ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό, λαχανικό) μακρόστενο λευκό λάχανο του είδους Cichorium endivia με λίγο πικρή γεύση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σικορέ
|
Πηγές
επεξεργασία- σικορέ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)