κάντρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάντρο | τα | κάντρα |
γενική | του | κάντρου | των | κάντρων |
αιτιατική | το | κάντρο | τα | κάντρα |
κλητική | κάντρο | κάντρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάντρο < λατινικά quadro
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάντρο ουδέτερο
- το κάδρο → δείτε τη λέξη .
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάντρο
|