ισχνάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ισχνάδα | οι | ισχνάδες |
γενική | της | ισχνάδας | των | ισχνάδων |
αιτιατική | την | ισχνάδα | τις | ισχνάδες |
κλητική | ισχνάδα | ισχνάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισχνάδα < ισχνός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισχνάδα θηλυκό
- η ιδιότητα του να είναι κανείς ισχνός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισχνάδα
|