ισοσκέλιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ισοσκέλιση | οι | ισοσκελίσεις |
γενική | της | ισοσκέλισης* | των | ισοσκελίσεων |
αιτιατική | την | ισοσκέλιση | τις | ισοσκελίσεις |
κλητική | ισοσκέλιση | ισοσκελίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ισοσκελίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισοσκέλιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισοσκέλιση θηλυκό
- η ενέργεια του ισοσκελίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισοσκέλιση
|