Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ισοσκελίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισοσκελίζω
  2. θα ισοσκελίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισοσκελίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ισοσκελίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ισοσκέλιση