Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιγνωστικισμός οι ιγνωστικισμοί
      γενική του ιγνωστικισμού των ιγνωστικισμών
    αιτιατική τον ιγνωστικισμό τους ιγνωστικισμούς
     κλητική ιγνωστικισμέ ιγνωστικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιγνωστικισμός < ο όρος επινοήθηκε την δεκαετία του 1960 από τον Σέρουιν Ουάιν, έναν ραββίνο και ηγετική φιγούρα του Ανθρωπιστικού Ιουδαϊσμού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιγνωστικισμός αρσενικό ή ιγθεϊσμός

  • θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι η γνώση που αφορά την πραγματικότητα του Θεού είναι εντελώς άκαρπη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία