↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυμέλαιο τα θυμέλαια
      γενική του θυμέλαιου
θυμελαίου
των θυμέλαιων
θυμελαίων
    αιτιατική το θυμέλαιο τα θυμέλαια
     κλητική θυμέλαιο θυμέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θυμέλαιο < θυμάρ(ι) + -έλαιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θυμέλαιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία