θηροφύλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θηροφύλακας < θηροφυλακή
Ουσιαστικό επεξεργασία
θηροφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επιφορτισμένος στη περιφρούρηση κυνηγίου ζώων σε ορισμένη περιοχή
- (επάγγελμα) υπάλληλος θηροφυλακής
Μεταφράσεις επεξεργασία
θηροφύλακας
|