Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θηροφύλακας οι θηροφύλακες
      γενική του θηροφύλακα των θηροφυλάκων
    αιτιατική τον θηροφύλακα τους θηροφύλακες
     κλητική θηροφύλακα θηροφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηροφύλακας < θηροφυλακή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηροφύλακας αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο επιφορτισμένος στη περιφρούρηση κυνηγίου ζώων σε ορισμένη περιοχή
  2. (επάγγελμα) υπάλληλος θηροφυλακής

  Μεταφράσεις επεξεργασία