↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θηλυκοποίηση οι θηλυκοποιήσεις
      γενική της θηλυκοποίησης* των θηλυκοποιήσεων
    αιτιατική τη θηλυκοποίηση τις θηλυκοποιήσεις
     κλητική θηλυκοποίηση θηλυκοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θηλυκοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θηλυκοποίηση < θηλυκό + ποιώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θηλυκοποίηση θηλυκό

  1. εισαγωγή γυναικών σε ανδρικό περιβάλλον
    Χαρακτηριστικό είναι πώς ή «θηλυκοποίηση» τοϋ προσωπικοϋ τής Μέσης Εκπαίδευσης έχει έπισημανθεί... (Η επαγγελματικά εργαζόμενη Ελληνίδα, Ίρις-Αυδή Καλκάνη, 1978, σελ. 123)
  2. μετατροπή αρσενικού γένους σε θηλυκό
    ας μου επιτραπεί η θηλυκοποίηση του όρου
  3. μετατροπή του άνδρα ή γενικά αρσενικού είδους σε γυναίκα (θηλυκό) μέσω φαρμάκων και χημικών ουσιών ή υπολειμμάτων αυτών