Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεομπαίχτρα οι θεομπαίχτρες
      γενική της θεομπαίχτρας
    αιτιατική τη θεομπαίχτρα τις θεομπαίχτρες
     κλητική θεομπαίχτρα θεομπαίχτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεομπαίχτρα < θεομπαίχτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεομπαίχτρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη θεομπαίχτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία