Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοκρισία οι θεοκρισίες
      γενική της θεοκρισίας των θεοκρισιών
    αιτιατική τη θεοκρισία τις θεοκρισίες
     κλητική θεοκρισία θεοκρισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοκρισία < θεός+κρίση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεοκρισία θηλυκό

  1. (Χριστιανισμός) η τελική κρίση στην ημέρα της κρίσης
  2. τελετουργία στα αρχαία χρόνια με την οποία φαινόταν αν κάποιος έλεγε την αλήθεια σε μία δίκη ή αντιδικεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία