θεοκρισία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεοκρισία θηλυκό
- (Χριστιανισμός) η τελική κρίση στην ημέρα της κρίσης
- τελετουργία στα αρχαία χρόνια με την οποία φαινόταν αν κάποιος έλεγε την αλήθεια σε μία δίκη ή αντιδικεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεοκρισία
|