θεματοδότρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεματοδότρια < θεματοδότης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεματοδότρια θηλυκό
- θηλυκό του θεματοδότης
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεματοδότρια
|
θεματοδότρια θηλυκό
|