θάμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θάμα | τα | θάματα |
γενική | του | θάματος | των | θαμάτων |
αιτιατική | το | θάμα | τα | θάματα |
κλητική | θάμα | θάματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θάμα < θαύμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθάμα ουδέτερο
- (λαϊκό) το θαύμα
Εκφράσεις
επεξεργασία- πράματα και θάματα: πολύ εντυπωσιακά πράγματα, γεγονότα
Μεταφράσεις
επεξεργασία θάμα
→ δείτε τη λέξη θαύμα |