ηρωοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηρωοποίηση | οι | ηρωοποιήσεις |
γενική | της | ηρωοποίησης* | των | ηρωοποιήσεων |
αιτιατική | την | ηρωοποίηση | τις | ηρωοποιήσεις |
κλητική | ηρωοποίηση | ηρωοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηρωοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηρωοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηρωοποίηση θηλυκό
- το να αρχίσει να θεωρείται κάποιος ως ήρωας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηρωοποίηση
|