ηρωοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαηρωοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηρωοποιώ
- θα ηρωοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηρωοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαηρωοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηρωοποίηση