ημιαργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαημιαργία θηλυκό
- ημέρα κατά την οποία οι εργαζόμενοι σχολούν από τη δουλειά τους νωρίτερα από το κανονικό (συνήθως στις 12 το μεσημέρι)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημιαργία
|