ηλεκτροφώτιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηλεκτροφώτιση | οι | ηλεκτροφωτίσεις |
γενική | της | ηλεκτροφώτισης* | των | ηλεκτροφωτίσεων |
αιτιατική | την | ηλεκτροφώτιση | τις | ηλεκτροφωτίσεις |
κλητική | ηλεκτροφώτιση | ηλεκτροφωτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλεκτροφωτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλεκτροφώτιση θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτροφώτιση
|